- μήκος
- Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος.
* * *το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος)1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του ώς το άλλο, το μάκρος (α. «ο δρόμος έχει μήκος 10 χλμ.» β. «χαλεπὸν δὲ διὰ πλοῡ μῆκος ἐν τάξει μεῑναι», Θουκ.)2. η μεγαλύτερη διάσταση σώματος ή επίπεδης ορθογώνιας επιφάνειας (α. «το μήκος τής διώρυγας» β. «τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί», ΚΔ)3. χρονική διάρκεια («μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου», Αισχύλ.)4. (σχετικά με λόγο, αγόρευση κ.λπ.) εκτενής ανάπτυξη, διεξοδικότητα («τοσοῡτο μῆκος ἔκτεινον λόγου», Αισχύλ.)5. (με πρόθ. ή με απλή αιτ. ως επίρρ.) εν εκτάσει, διεξοδικά («εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα», Σοφ.)6. φρ. «γεωγραφικό μήκος» ή, απλώς, «μήκος» — η απόσταση ενός τόπου από τον Πρώτο Μεσημβρινό, που σήμερα θεωρείται ως ο Μεσημβρινός τού Γκρήνουιτς, ανατολικά ή δυτικά από αυτόννεοελλ.1. αστρον. η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται για έναν δεδομένο τόπο ή ένα ουράνιο σώμα από το επίπεδο τού μεσημβρινού αυτού τού τόπου ή τού ουράνιου σώματος και από το επίπεδο ενός άλλου μεσημβρινού αναφοράς2. φρ. α) «γραφείο μηκών»αστρον. οργανισμός ο οποίος εδρεύει στο Παρίσι και έχει ως αποστολή την ανάπτυξη διαφόρων κλάδων τής αστρονομίας ως προς τις εφαρμογές της στη γεωγραφία, στη ναυσιπλοΐα και στη γεωφυσικήβ) «μήκος κύματος»φυσ. η απόσταση μεταξύ δύο σημείων τα οποία πάλλονται με την ίδια φάση σε δύο διαδοχικούς παλμούς τής ίδιας κίνησηςγ) «κατά μήκος και κατά πλάτος» — εξ ολοκλήρου, πολύ λεπτομερώςμσν.φρ. «φθάνω εἰς μῆκος ἀνδρός» — ανδρώνομαιμσν.-αρχ.1. (για πρόσ.) υψηλό ανάστημα, μπόι2. μέγεθοςαρχ.1. (για τείχος) ύψος («τὸ δὲ μῆκος ἐστι,... ἑκατοντορόγυιον», Αριστοφ.)2. το κατά μία διάσταση μέγεθος3. μεγαλείο, μέγεθος («ἐξ οἵης τιμῆς τε καὶ ὅσσου μήκεος ὄλβου ὧδε πεσών», Εμπ.)4. γραμμ. το να αποτελείται μια συλλαβή από μακρά φωνήεντα, σε αντιδιαστολή προς τη βραχύτητα5. η πρώτη γραμμή τής στρατιωτικής φάλαγγας6. (η δοτ. ως επίρρ.) μήκει(αριθμ. τ.) στην πρώτη δύναμη7. (με πρόθ. ή σε απλή αιτ. ή απλή δοτ. εν. ως επίρρ.) α) κατά μέτρηση γραμμική, κατά μήκοςβ) κατά τον βαθμό τής έντασης, κατά το μέγεθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῆκος ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής μακρόφωνης ΙΕ ρίζας *māk- «μακρός, λεπτός», στην οποία ανάγεται και η λ. μακρός*. Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μήκης.ΠΑΡ. μηκύνωαρχ.μηκεδανός, μηκότηςαρχ.-μσν.μηκικός, μηκόθενμσν.μηκίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. μηκοποιώ. (Β' συνθετικό) ανισομήκης, επιμήκης, ετερομήκης, ευμήκης, ισομήκης, ουρανομήκης, προμήκηςαρχ.αμφιμήκης, ανδρομήκης, απομήκης, αυτομήκης, επταμήκης, ηερομήκης, θαμνομήκης, ιδιομήκης, κεφαλιτοπαραμήκης, ορεομήκης, παλιμμήκης, παμμήκης, παραμήκης, περιμήκης, πολυμήκης, στενοεπιμήκης, στενομήκης, ταυτομήκης, τανυμήκης, υπερμήκης, υπομήκηςνεοελλ.διαμήκης.
Dictionary of Greek. 2013.